- ξηραγκιανός
- -ή, -όβλ. ξερακιανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξερακιανός — και ξεραγκιανός και ξηραγκιανός, ή, ό (για πρόσ.) πολύ ψηλός και λιγνός, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρακας + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρακατ ιανός). Ο τ. ξηραγκιανός κατ επίδραση τού ξηρός] … Dictionary of Greek